- κακόψογος
- κᾰκό-ψογος, ον,A malignantly blaming, censorious,
πόλις Thgn.287
, cf. Ptol.Tetr.166.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόλις Thgn.287
, cf. Ptol.Tetr.166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόψογος — κακόψογος, ον (Α) αυτός που ψέγει, με κακία που κατηγορεί με μοχθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψογος (< ψόγος), πρβλ. πολύ ψογος, φιλό ψογος] … Dictionary of Greek
κακοψόγωι — κακοψόγῳ , κακόψογος malignantly blaming masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)